2 ίδια και... διαφορετικά βιβλία ελλήνων λογοτεχνών
Το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» και το «Ακόμα φεύγει» είναι δύο βιβλία με πολλά κοινά στοιχεία, αλλά και αρκετά διαφορετικά πράγματα να προσφέρουν.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Μια νεαρή/ένας νεαρός που εμπλέκεται σε έγκλημα και γύρω τους η μάνα τους και οι άλλοι συγγενείς που επαναπροσδιορίζουν τη στάση τους, “ταρακουνημένοι” από την ανισορροπία που επήλθε στην οικογένειά τους. Πάνω σ’ αυτό το μοτίβο κτίζονται δυο πολυεστιακές αφηγήσεις, δυο μυθιστορήματα όπου πολλές οπτικές γωνίες διασταυρώνονται μεταξύ τους και κονταροχτυπιούνται τόσο ανάμεσά τους όσο και με την προηγούμενη (επιφανειακή) ησυχία που επικρατούσε παλιότερα, ησυχία που αποκαλύπτεται ότι ήταν λεπτό στρώμα πάγου πάνω από τα παγωμένα νερά της ανωμαλίας.
Νίκη Αναστασέα “Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι”
Η Ηλέκτρα βρίσκεται στη φυλακή, επειδή το αγόρι της ο Στέλιος πυροβόλησε αστυνομικούς, ενώ κι η ίδια συνέργησε. Η μάνα της, ο πατέρας της και ο αδελφός της στέκονται με την παγωμάρα στο βλέμμα απέναντι στην κατηγορία, ενώ η ίδια αρνείται να συνεργαστεί τόσο με τις αρχές όσο και με την οικογένειά της και τους δικηγόρους που της φέρνουν.
Μικρά κεφάλαια προσδιορίζουν καταρχάς το στίγμα του καθενός, με έμφαση στη μητέρα, την Πέρσα. Πηγαίνει στη φυλακή, χάνει τον Στέφανο, τον άνδρα και πατέρα, που φεύγει από το σπίτι, συναντά μούγγα και κλειστές ψυχές. Θυμάται πώς η ίδια φέρθηκε στη μάνα της που έλειωνε στο νοσοκομείο από καρκίνο, ώσπου από αγάπη αποφάσισε να την αποσυνδέσει, αλλά και πώς, σκαιά και απότομα, έκοψε την καλημέρα στην αδελφή της. Αντίστοιχα, αφηγείται στην έγκλειστη υπόδικη κόρη της την περιπέτειά της με έναν άνδρα, όταν ήταν παντρεμένη, και η παρ’ ολίγον απόφασή της να φύγει μαζί του. Πλάθεται επομένως ένα δίχτυ που περιλαμβάνει την άτακτη κόρη, την ενοχική μάνα και την υπόλοιπη σειρά ανιόντων συγγενών, μέσα στο οποίο αιωρείται η ευθύνη για όσα συμβαίνουν.
Η Αναστασέα δείχνει ωριμότητα στον τρόπο χειρισμού των σκηνών, των προσώπων και της ψυχολογίας τους, του ρυθμού που αφήνει την μπίλια να κινείται περιοδικά από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Προσπαθεί να δείξει πώς με κάθε τρόπο, οι χαρακτήρες της πολιορκούν ένα αναπάντητο ερώτημα: πόσο φταίνε οι γονείς για την πορεία των παιδιών τους, ειδικά όταν αυτοί δεν είναι ακραίως προβληματικοί. Έτσι, όλο το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από χαλαρή δομή, καθώς ασύνδετα επεισόδια πλαισιώνουν αυτό το ερώτημα, το οποίο βασανίζει τον Στέφανο και την Πέρσα. Σταδιακά το ερώτημα γίνεται πίεση για δράση και εκτόνωση της ορατής ψυχολογικής συμπίεσης.
Αναρωτιέμαι ωστόσο αν η μονογλωσσική αφήγηση, που κυριαρχεί σε όλους τους χαρακτήρες, μπορεί να υπηρετήσει τον σκοπό του κειμένου. Τέσσερις αφηγητές και μιλάνε όλοι το ίδιο: σαν τη Χαρούλα Αλεξίου που τραγουδάει όλα τα τραγούδια στο ίδιο τέμπο, αργό, δήθεν βαθυστόχαστο, μακρόσυρτο... Η πολυφωνία των οπτικών γωνιών καταποντίζεται από τον μονογλωσσισμό τους, σαν να είναι ένα πρόσωπο διαθλασμένο σε τέσσερα. Μουντό ύφος, επίπεδο, προβληματισμένο όσο και άνευρο, δεν σπιντάρει, δεν προχωρά με αυξομειώσεις, δεν του αρέσουν οι ανηφόρες. Ο μόνος λόγος που ξεχωρίζει είναι αυτός του πατέρα, που ενίοτε οργίζεται, που ενίοτε παραληρεί μισομεθυσμένος (κι εκεί κερδίζει σε πειστικότητα και εξηγεί τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί), αλλά κι αυτός ξεχωρίζει λόγω των συνθηκών και όχι λόγω της ιδιαίτερης ιδιολέκτου του ως προσώπου.
Ευγενία Μπογιάνου “Ακόμα φεύγει”
Στην αρχή το φοβήθηκα, γιατί πίστεψα ότι θα βυθιστώ σε μια γλυκερή μελοδραματική ανάλυση. Στη συνέχεια το πίστεψα, γιατί είδα ύφος και αφήγηση, κορυφές και πεδιάδες, εντάσεις και δράσεις.
Το κέντρο είναι ο Γιώργος, που μπλέχτηκε σε μια τρομοκρατική οργάνωση και παρά λίγο να καταδικαστεί, αλλά αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Γύρω του δρουν τα ομιλούντα πρόσωπα σε μια πολυεστιακή αφήγηση που περιφέρεται καλειδοσκοπικά από και προς το κεντρικό απόν πρόσωπο. Καταρχάς και επί το πλείστον συναντάμε τη μητέρα του Αγλαΐα (που παίρνει πρωταγωνιστική θέση και πασχίζει να τον πλησιάσει αλλά και να δει τον εαυτό της, όπως και τις ευθύνες της που τον είχε αφήσει να μεγαλώνει μόνος του), το ρεμάλι τον άνδρα της τον Ηλία, τον εραστή της Παύλο κ.ο.κ.
Η εναλλαγή οπτικών γωνιών, καθώς η Αγλαΐα ταξιδεύει για τον Βορρά όπου τελικά προσκρούει στο “δικαίωμα” του γιου της να μη θέλει να τη δει, αποκαλύπτουν την ψυχολογία των προσώπων, παρά την εξέλιξη των γεγονότων. Πάλι η διαφορά στο ύφος των προσώπων απουσιάζει, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι στην Αναστασέα. Η μάνα που δεν ξέρει τι να κάνει, αλλά παρακινημένη από ένα ενστικτώδες κίνητρο ψάχνει το σημείο σύγκλισης με το παιδί της, ο Παύλος που απεγνωσμένα και αγωνιωδώς κυνηγά τον έρωτά του προς την Αγλαΐα και ο Ηλίας που χαμένο κορμί πίνει και κρυφοκοιτάζει γκόμενες δείχνοντας τον ανεπρόκοπο χαρακτήρα του και την αντικαθεστωτική του στάση.
Το βασικό ίσως ερώτημα που προκύπτει απ’ όλα αυτά είναι ποιες συνιστώσες οδήγησαν τον Γιώργο σε ένα μπούχτισμα, σε μια προσωπική εξέγερση που μεταφράστηκε σε φλερτ με την τρομοκρατία. Αν ισχύει η υπόθεση εργασίας μου, τότε τα άλλα πρόσωπα είναι κομπάρσοι σε ένα δράμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής απουσιάζει αλλά όλα συγκλίνουν σ’ αυτόν. Ο ψυχισμός των χαρακτήρων του περιβάλλοντός του πλαισιώνουν τη δική του (ανεξήγητη) ψυχολογία, που ξέφυγε από τη φυσιολογική κοινωνικά ζωή και στράφηκε σε αντικοινωνικές πράξεις εξαιτίας της παθογένειας της οικογένειάς του. Το “Ακόμα φεύγει” του τίτλου παραπέμπει τόσο στη φυγή του Γιώργου προς μια άλλη αντικομφορμιστική και αποστασιοποιημένη προσωπική πραγματικότητα όσο και στη φυγή του νοήματος πέρα από τα εμφανή πρόσωπα και τις ψυχοπαθολογικές τους στρεβλώσεις.
Αν και θα προτιμούσα μία σύγκλιση των επιμέρους στοιχείων, αρκούμαι στο ανοικτό τέλος και στην αίσθηση που αφήνει η κατάληξη του μυθιστορήματος, αίσθηση που δεν απορρέει από μια συγκεκριμένη νομοτέλεια.
Σύγκριση Η πολυπρόσωπη αφήγηση και η οικογενειακή ιστορία φέρνει στο νου το ένα βιβλίο όταν διαβάζεις το άλλο. Και ανάμεσα στα πρόσωπα, ένας και μία εμπλέκονται σε ένα έγκλημα, που κάνει τους άλλους να ξαναδούν τις μεταξύ τους σχέσεις. Η συγκίνηση, η ήπια συναίσθηση, το μουντό κλίμα μοιράζονται από τις σελίδες στους αναγνώστες κι έτσι και τα δύο βιβλία ανάγουν το θέμα της στρεβλής διαπαιδαγώγησης σε ερωτηματικό που επιδέχεται πολλών απαντήσεων και ερμηνειών. Δυστυχώς, όμως, οι συγγραφείς δεν φροντίζουν το πώς μιλάνε οι ήρωές τους και τους βάζουν στο ίδιο υφολογικό καζάνι• όταν έχουν στα χέρια τους έναν θίασο, πρέπει τον καθένα να τον κάνουν να μιλά και να φέρεται διαφορετικά.
Βασική διαφορά μεταξύ των δύο πεζογράφων είναι ότι στην Αναστασέα κι αυτό το κεντρικό πρόσωπο, η Ηλέκτρα, μιλάει, ενώ στη Μπογιάνου ο Γιώργος είναι ένα μετατιθέμενο αλλού. Τελικά, χάρηκα και τα δύο μυθιστορήματα, το καθένα για άλλο λόγο.
Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος
Νίκη Αναστασέα “Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι” εκδόσεις Πόλις 2012 Σελ. 243 Τιμή: 14,00€