Το τρίτο βιβλίο του Ντίνου Γιώτη διαβάζεται… νεράκι, συνδυάζοντας την ελαφρότητα του μπεστ σέλλερ με τον δυναμισμό ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Το μοτίβο του νεαρού που ερωτεύεται –με αισθησιακό και ενστικτώδη τρόπο- τη μεγαλύτερη αλλά πάντα θελκτική δασκάλα δεν είναι νέο. Ανάλογα, το μοτίβο της παρέας των παιδιών που περνάνε στην εφηβεία και περιφέρονται αναζητώντας καινούργιες ηδονές είναι κι αυτό παλιό. Θυμάμαι πρόσφατα την ταινία “Ουράνια”, όπου η παιδική ηλικία ανάγεται σε μια νοσταλγική εποχή, όταν όλα ήταν αυθεντικά, χωριάτικα, ανόθευτα δηλαδή, παιδικά και ανέμελα, με την περιέργεια να σπρώχνει σε ανακαλύψεις, με τις αλλαγές που έρχονται να φαντάζουν κολοσσιαίες επαναστάσεις.
Όλα αυτά χρησιμοποιεί ο Ντίνος Γιώτης στο τρίτο του βιβλίο, το οποίο σημειωτέον θα γίνει ταινία, φαντάζομαι μια ονειροπόλα όσο και σκληρή ταινία που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός εφήβου. Είναι η δεκαετία του ’60, το ξύπνημα του σώματος και ο αέρας από τη Γαλλία, δηλαδή η θηλυκή και φινετσάτη πλευρά της γυναίκας, που έρχεται στο ράθυμο καλοκαίρι να αφυπνίσει τέσσερις νεαρούς. Κι αυτή η παρελθούσα οπτική γωνία εναλλάσσεται με την τωρινή επάνοδο του 59χρονου πλέον αφηγητή στο χωριό, προκειμένου να κλείσει τις εκκρεμότητες τις οποίες ενεργοποίησε ένα Κολτ 38άρι, που εμφανίστηκε από το πουθενά για να του θυμίσει ημιεπούλωτα τραύματα.
Το έργο κινείται ανάμεσα στην ελαφρότητα του μπεστ σέλλερ, αφού υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά του, ατμόσφαιρα, πλούσια οικογένεια, απιστία, η μοιραία γυναίκα, ένα σκάνδαλο, ένας φόνος κ.ο.κ., και στη στιβαρότητα ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος. Κάποιος θα σταθεί ευλόγως στα απίθανα σημεία της πλοκής (κυρίως στο δικαστικό μέρος) και στη ροζ διάσταση του ονείρου που γίνεται πραγματικότητα κι άλλος στην καλογραμμένη υπόθεση που δεν αφήνει τον αναγνώστη επί ξύλου κρεμάμενο.
Ο Γιώτης όντως πετυχαίνει να εκτελέσει μια πολύ καλά δουλεμένη πλοκή, ακολουθώντας σταθερό ρυθμό, δίνοντας στον αναγνώστη λελογισμένες δόσεις της ιστορίας, αφήνοντας εντέχνως ερωτηματικά αλλά και υπαινιγμούς, ώσπου να δώσει τις απαντήσεις που ψάχνουμε, και δημιουργώντας ένα άρτιο αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο όλα, οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα, τα γεγονότα, λειτουργούν σαν γρανάζια, ικανά να κινήσουν την αφηγηματική μηχανή.
Η αλήθεια είναι ότι απόλαυσα το έργο μέσα σε λιγότερο από δύο μέρες, εναλλάσσοντάς το με άλλα διαβάσματα και με τις καλοκαιρινές ενασχολήσεις. Θα μπορούσε να διαβαστεί απνευστί (έτσι δεν λένε οι θεριακλήδες της ανάγνωσης;), αφού το μυστήριο του φόνου, η ωραία φιλόδοξη Μπριζίτ που υπόσχεται πολλά και εντέλει δίνει περισσότερα απ’ όσα συνήθως δίνουν τέτοιες γυναίκες, οι διπλές ταυτότητες και η οπτική γωνία ενός παθιασμένου εφήβου προσδίδουν στην ανάγνωση έναν ταχύ καλπασμό. Το πεζογράφημα θα μπορούσε να θεωρηθεί «μυθιστόρημα μαθητείας», στο οποίο η ενηλικίωση, ερωτική κατά βάση, συνδέεται με την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα και με το αστυνομικό μυστήριο και απηχεί θεοκρίτεια ειδύλλια και παπαδιαμαντικές παιδικές αναπολήσεις.
Η ζωή μπορεί να περάσει τον άνθρωπο από την παιχνιδιάρικη παιδικότητα στη φιλοπερίεργη εφηβεία αργά ή απότομα, όπως εδώ, σταδιακά ή ραγδαία, όπως στην περίπτωση του νεαρού Άγη.