Γιατί μια πλατφόρμα καλλιτεχνών κάνει «κατάληψη» σ’ έναν αιωνόβιο φούρνο στο Γύθειο; Η Βασιλική Σηφοστρατουδάκη και η Μαρία Τζανάκου μας εξηγούν.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Γκομούζα
Ούτε φρεσκοψημένο ψωμί ούτε ευωδιαστά κουλουράκια. Τέχνη νέας εσοδείας θα μοσχομυρίσει στις αρχές Αυγούστου το εμπορικό κέντρο στο Γύθειο της Λακωνίας. Με επίκεντρο έναν αιωνόβιο φούρνο στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 45, νέοι και σύγχρονοι καλλιτέχνες «πλάθουν» εγκαταστάσεις, ζωγραφικά έργα, γλυπτά, βίντεο και περφόρμανς και ζυμώνονται με ντόπιους και περαστικούς σε μια ανοιχτή διαδικασία συνύπαρξης και διαλόγου.
Τι είναι όμως το πρότζεκτ Fournos και τι πραγματεύεται; «Είναι μία εικαστική πλατφόρμα και ταυτόχρονα μία παρέμβαση που θα πραγματοποιηθεί σε έναν παραδοσιακό φούρνο το διάστημα 1-4/8» μου ανέφεραν οι διοργανώτριες εικαστικοί Βασιλική Σηφοστρατουδάκη και Μαρία Τζανάκου. «Η καλλιτεχνική πλατφόρμα στο φούρνο φιλοδοξεί να προτείνει έναν τόπο μνήμης, παράδοσης και συνέχειας, καθημερινότητας, αναφοράς και συνάντησης της γειτονιάς μέσα από τη ζύμωση και τη συμμετοχική διαδικασία τόσο της έκθεσης των έργων όσο και της επιτέλεσης δράσεων, ομιλιών και εργαστηρίων».
Πώς αποφασίσατε να κάνετε μια έκθεση στη μανιάτικη κωμόπολη και μάλιστα σ’ έναν εμπορικό χώρο καθημερινής συναναστροφής και συν-τροφη-άς; Εξαιρετικό το λογοπαίγνιο σας με τη «συν-τροφη-ά», με ό,τι αυτό δηλώνει στις μέρες μας και στον τρόπο που βιώνουμε τις δύσκολες συνθήκες της καθημερινότητας. Το καλλιτεχνικό έργο της καθεμίας μας συγκλίνει σε πρακτικές που χαρακτηρίζονται από συμμετοχικές διαδικασίες και αυτό αποτέλεσε αφορμή για πειραματισμό και περαιτέρω συνεργασία δημιουργώντας το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Η ιδέα είναι να ενεργοποιηθεί καλλιτεχνικά ένας παραδοσιακός φούρνος στο Γύθειο, ο οποίος έχει λειτουργήσει αδιαλείπτως ως τέτοιος από το 1900, προσφέροντας προϊόντα και υπηρεσίες και δημιουργώντας σχέσεις στον τοπικό κοινωνικό ιστό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο φούρνος είχε επιταχθεί από τις κατοχικές δυνάμεις και έβγαζε ψωμί.
Ο παραδοσιακός φούρνος, ο οποίος διαφέρει από την σημερινή απελευθέρωση του επαγγέλματος και τα πρατήρια άρτου, χαρακτηρίζεται τόσο ως εργαστήριο παραγωγής όσο και ως πρατήριο διάθεσης του ψωμιού. Το ψωμί, βασικό είδος τροφίμου με θρεπτική αξία στην παραδοσιακή διατροφή, ιδιαίτερα αυτής των φτωχών, έρχεται να συνδυαστεί με έννοιες όπως αυτή της καλλιτεχνικής πρακτικής, με το εργαστήριο του καλλιτέχνη και με το ίδιο το έργο τέχνης ως βασικό επιμέρους αναγκαίο στοιχείο πολιτισμού και «ουσία της ζωής», όπως είναι γνωστό και το ψωμί (η λέξη ψωμί είναι μεταγενέστερη του άρτου και αποτελεί υποκοριστικό του ψωμύς (τεμάχιον), ψωμίον (κομματάκι, μπουκιά, ψωμί).
Επιλέγοντας λοιπόν τον συγκεκριμένο χώρο, ο οποίος λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα ως εμπορικός φούρνος και θα συνεχίσει να λειτουργεί ως τέτοιος και μετά την έκθεση, η πρόθεση μας είναι να ενεργοποιηθεί ένα πλαίσιο ζωντάνιας, συνύπαρξης και «ζύμωσης» αποσκοπώντας σε ένα επιτόπιο διάλογο με όσους έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν στο εμπορικό κέντρο του Γυθείου. Οι διαστάσεις του πρότζεκτ είναι μεταβλητές, άμεσα εξαρτώμενες από τη διάθεση, την επιθυμία, τη συμμετοχή του κόσμου.
Τι έργα παρουσιάζονται και σε τι ζητήματα εστιάζουν; Θα δείτε έργα νέων σύγχρονων καλλιτεχνών και ερευνητών που με διαφορετικούς τρόπους αναφέρονται και εξετάζουν τη σχέση μας με το ψωμί, το φούρνο, την παραγωγική και καλλιτεχνική διαδικασία. Η Βασιλική Τζανάκου προτείνει την in situ εγκατάσταση «Φούρνος: αρχειακό υλικό» (2016), που εστιάζει στην ιστορία του φούρνου και τον αντίκτυπο στην τοπική κοινωνία. Ο Βασίλης Ζωγράφος ένα ζωγραφικό έργο, αφιερωμένο στη Louise Bourgeois. Έχει να κάνει με το καθημερινό οικογενειακό τραπέζι, τις αναμνήσεις της για τα πρώτα της γλυπτά από ψωμί και τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις σε σχέση με την πατρική φιγούρα. Η Rilène Markopoulou παρουσιάζει την performance και την in situ εγκατάσταση «Royal Games + Fairy Tales = Europe’s Bread (no butter, please)», που έχει ως αφετηρία λογοτεχνικές και ιστορικές προσλαμβάνουσες της καλλιτέχνιδας.
Η Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη ενεργοποιεί την πρόσοψη του κτιρίου με την εγκατάσταση από κεραμικά σημαιάκια «Party Flags», που δημιουργήθηκε ειδικά για την έκθεση. Η Φανή Μπήτου μέσα από το βίντεο «Πλατεία Βικτωρίας - υγειονομική βόμβα» και με αφορμή την αγοραπωλησία ψωμιού μεταξύ των μεταναστών, σε χαμηλότερη τιμή που χαρακτηρίστηκε από Έλληνες πολίτες ως «υγειονομική βόμβα», σχολιάζει τη διαμάχη που αναπτύχθηκε γύρω από την παρουσία των μεταναστών στην περιοχή. Η Ντόρα Οικονόμου παρουσιάζει το έργο «The horror, the horror (B & W)», ένα λεμόνι φτιαγμένο από ελαφρόπετρα από το ηφαίστειο της Νισύρου.
Ο Πάνος Προφήτης προτείνει το κεραμικό «Grisps», με το οποίο πραγματεύεται αφενός την χρήση του πηλού ως μία «ποιητική» διαδικασία, και αφετέρου τον σημαντικό ρόλο που κατέχει η ύπαρξη του ανθρώπινου χεριού στις πρακτικές του τεχνίτη/καλλιτέχνη. Ο Αύγουστος Βεϊνόγλου προτείνει καινούργια γλυπτά κάνοντας νύξη στα μηχανήματα του φούρνου και η Ελένη Φουντουλάκη το βίντεο-περφόρμανς «Proto-Habitat» εστιάζοντας στο σώμα που βρίσκεται σε έναν χώρο οι τοίχοι του οποίου έχουν καλυφθεί από αλεύρι. Το βίντεο «Beach Study» της Sriwhana Spong, μετεγγραφή 16mm σε HD, θα προβάλλεται απογευματινές ώρες στο χώρο Μικρό Καφέ, στην πλατεία, στο παρθεναγωγείο.
Στο πλαίσιο του Fournos η ιστορικός τέχνης Κυβέλη Λιγνού-Τσαμαντάνη αρθρογράφησε στο κλαδικό περιοδικό «Ο Αρτοποιός και η δουλειά του» για τον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται ένας παραδοσιακός φούρνος έτσι ώστε να λειτουργήσει προσωρινά ως χώρος καλλιτεχνικής «ζύμωσης». Το άρθρο της συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο το όλο εγχείρημα και το έντυπο θα τοποθετηθεί στο χώρο της έκθεσης ως ready made.
Παράλληλα, παρουσιάζεται μια σειρά από αφίσες με φωτογραφίες εικαστικών, φωτογράφων και ανθρώπων που θέλουν να έχουν την τέχνη στη ζωή τους. Οι αφίσες δημιουργήθηκαν με υλικό που παραχώρησαν οι Necmi Aydin Sahtariadis, Εύα Γιαννακοπούλου, Δήμητρα Κονδυλάτου, Αντώνης Δ. Μακρυδημήτρης, Χριστιάνα Μαμφρέδα, Μαρία Νικηφοράκη, Ευαγγελία Ραφτοπούλου, Ria van der Starre, Νίκος Χατζηκωνσταντής και ένας φίλος από το Γύθειο και θα τοποθετηθούν σε καταστήματα της τοπικής αγοράς με σκοπό την ενσωμάτωση του έργου σε αυτήν.
Πώς συνδυάζεται στο έργο η έννοια του εργαστηρίου παραγωγής και πώλησης προϊόντων αρτοποιίας με την καλλιτεχνική πρακτική και με το ίδιο το έργο τέχνης και την πρόσληψη του από το κοινό; Η Κυβέλη Λιγνού-Τσαμαντάνη, αναλύει τον παραλληλισμό αυτό στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο της για την πλατφόρμα Fournos. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Ρίτσαρντ Σέννετ, η “υλική συνείδηση”, δηλαδή η σκέψη σχετικά με μία υλική μορφοποίηση, περιστρέφεται γύρω από τρεις άξονες: τη “μεταμόρφωση/μετασχηματισμό”, την “παρουσία” και τον “ανθρωπομορφισμό”. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στο παρόν πλαίσιο, τα τρία χαρακτηριστικά, τα οποία ο Σέννετ σχετίζει με την πρακτική του “τεχνίτη” και ιδίως του «αγγειοπλάστη», άπτονται εξίσου της διαδικασίας δημιουργίας που ακολουθεί και ο παραδοσιακός αρτοποιός αλλά και ένας σύγχρονος καλλιτέχνης».
Η διαδικασία παραγωγής και η καλλιτεχνική εργασία συγκλίνουν στα πλαίσια του έργου και σε πολλά άλλα σημεία. Π.χ. οι ώρες λειτουργίας της έκθεσης παραπέμπουν στο ωράριο ενός παραδοσιακού φούρνου (7 π.μ.-3 μ.μ.). Επίσης, το κοινό στο οποίο απευθύνεται το εγχείρημα, καθώς μέσα από την δημοσίευση του άρθρου της ιστορικού τέχνης στο κλαδικό περιοδικό επεκτείνεται και στους 8.000 αναγνώστες του αξιοποιώντας ένα πλαίσιο οικείο στους επαγγελματίες αρτοποιούς και συνδέοντας το άμεσα με τον χώρο τους.
Με τι κριτήρια επιλέξατε τους καλλιτέχνες και ερευνητές που συμμετέχουν; Βασικά κριτήρια υπήρξαν οι ανθρώπινες σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με τους συμμετέχοντες και η εκτίμηση που τρέφουμε στο έργο τους καθώς και το στοιχείο της αμοιβαίας διάθεσης για επικοινωνία και για γόνιμες συζητήσεις με κοινό ενδιαφέρον το γνωστικό αντικείμενο της τέχνης. Ο διαφορετικός τρόπος διαχείρισης των έργων από τους συμμετέχοντες σε συνδυασμό με τη χρήση πολλαπλών μέσων όπως η ζωγραφική, γλυπτική, το βίντεο, η περφόρμανς και οι in situ εγκαταστάσεις μας δίνουν μία ελευθερία για πολλαπλές αναγνώσεις.
Η έκθεση διαρκεί μόλις 4 ημέρες, στις αρχές του Αυγούστου. Πώς ονειρεύεστε να την υποδεχτεί το κοινό και τι χνάρι θα θέλατε να αφήσει πίσω της όταν κλείσει; Θα θέλαμε σε ένα βαθμό η έκθεση να ενταχθεί στο πλαίσιο της καθημερινής δραστηριότητας του κοινού - των περαστικών κυρίως - στην αγορά του Γυθείου. Επίσης να ξεκινήσει από εκεί ένας διάλογος πάνω σε αυτό που θα κάνουμε, η μορφή του οποίου θα διαμορφωθεί επιτόπου. Το αν η πλατφόρμα θα συνεχίσει μετά το πέρας της έκθεσης, έχει να κάνει καθαρά και μόνο με το τι δυναμικές θα δημιουργήσει η ενεργοποίηση του χώρου. Ως προς το τί θα γίνει στο μέλλον, ο-ψ(ώ)μεθα!